σαρκοφαγοῦσι

σαρκοφαγοῦσι
σαρκοφαγέω
eat flesh
pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric)
σαρκοφαγέω
eat flesh
pres ind act 3rd pl (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • σαρκοφαγώ — σαρκοφαγῶ, έω, ΝΑ [σαρκοφάγος] είμαι σαρκοφάγος, τρώγω σάρκες αρχ. 1. τρώγω τις σάρκες κάποιου («σαρκοφαγοῡσι τὰς ζώων σάρκας», Διόδ.)* 2. φρ. «σαρκοφαγῶ μέλη» κόβω σε κομμάτια, κατακόπτω (Ανθ. Παλ.) …   Dictionary of Greek

  • σπανοκαρπία — ἡ, Α έλλειψη καρπών («διὰ τὴν σπανοκαρπίαν πίνουσι μὲν ὕδωρ, σαρκοφαγοῡσι δὲ», Διόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < σπάνιος + καρπία (< καρπος < καρπός), πρβλ. πολυ καρπία] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”